- αναστροφή
- Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος.
(Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός κανονικού ομόλογου χρωματοσώματος. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1926 από τον Στάρτεβαντ.
(Βοτ.) Α. είναι το φαινόμενο της απροσδόκητης επιστροφής της μορφής και των ιδιοτήτων μερικών φυτών στους προγόνους που βρίσκονται σε απομακρυσμένες γενιές. Λέγεταικαι αταβισμός (βλ. λ.)
(Λογ.) Στη ρητορική είναι ένα σχήμα κατά το οποίο η τελευταία λέξη της πρότασης χρησιμεύει ως αρχή της επομένης. Α. λέγεται και η αλλαγή της συνηθισμένης σειράς των λέξεων στην πρόταση, είτε για να δοθεί έμφαση είτε για να δοθεί ιδιαίτερο νόημα σε όλη την πρόταση.
(Μετεωρ.) Ο όρος α. σημαίνει το φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία του αέρα αυξάνεται, αντί να ελαττώνεται, όσο ανερχόμαστε στην τροπόσφαιρα. Οι α. θερμοκρασίας συμβαίνουν κοντά στην επιφάνεια της Γης αλλά και στην ελεύθερη ατμόσφαιρα. Επιφανειακές α. παρατηρούνται κατά τις ήρεμες νύχτες και τις χειμωνιάτικες ημέρες και οφείλονται στην έντονη ακτινοβολία θερμότητας από το έδαφος, με αποτέλεσμα να ψύχεται τόσο η επιφάνεια του εδάφους όσο και τα γειτονικά στρώματα του αέρα. Στην τροπόσφαιρα, οι α. σχηματίζονται σε περιοχές υψηλών πιέσεων και οφείλονται στην αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα κατά την αδιαβατική συμπίεσή του καθώς κατεβαίνει (κατολίσθηση). Στις περιοχές των ατμοσφαιρικών μετώπων η α. οφείλεται σε ρεύματα θερμού αέρα πάνω από ψυχρά στρώματα αέρα. Στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, η α. οφείλεται στην έντονη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας. Οι επιφανειακές α. και οι α. κατολίσθησης ανήκουν στον τύπο των α. ακτινοβολίας. Στον τύπο των μετωπικών α. ανήκουν οι α. ορέων, όπου ο ψυχρός αέρας κλείνεται μέσα σε κοιλάδες, η α. των αληγών και η α. που σημειώνει την τροπόπαυση. Οι α. θερμοκρασίας συνοδεύονται από στρωματόμορφα νέφη: ομίχλες όταν η α. φτάνει μέχρι το έδαφος, στρώματα και στρωματοσωρείτες όταν η α. πραγματοποιείται σε υψηλά στρώματα. Μερικές φορές, κατά τις α. σχηματίζονται είδωλα αντικατοπτρισμών εξαιτίας της ανώμαλης διάθλασης του φωτός ή και ατμοσφαιρικοίσωλήνες που διαβιβάζουν σε μεγάλη απόσταση τα ραδιοκύματα των τηλεπικοινωνιών.
(Χημ.) Στην οργανική χημεία ο όρος α. σημαίνει ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, που εμφανίζεται κατά την πορεία μερικών αντιδράσεων, στις οποίες οι ουσίες που αντιδρούν παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα ασύμμετρα άτομα άνθρακα. Το φαινόμενο αυτό, που το παρατήρησε για πρώτη φορά το 1893 ο Πάουλ Βάλντεν, οφείλεται στο γεγονός ότι, όταν ένας από τους υποκαταστάτες που συνδέονται με το ασύμμετρο άτομο του άνθρακα αντικατασταθεί από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων, το κέντρο ασυμμετρίας αναστρέφει την αρχική διάταξη και παίρνει την αντίθετη. H α. κατά Βάλντεν δεν συμβαίνει στην πορεία όλων των αντιδράσεων του τύπου που αναφέρεται παρακάτω, επειδή το φαινόμενο αυτό εξαρτάται από τη φύση του αντιδραστηρίου, τις συνθήκες του πειράματος και τα χαρακτηριστικά της ουσίας που αντιδρά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το προϊόν που λαμβάνεται μετά την α. κατά Βάλντεν είναι πάντοτε οπτικά ενεργό και επομένως δεν έχουμε ρακεμοποίηση της αρχικής ουσίας.
Συνήθως, α. αποκαλείται και η μετάθεση ενός ισομερούς σε άλλο που έχει αντίστροφη διάταξη, ή άλλα φαινόμενα όπως για παράδειγμα η υδρόλυση της σακχαρόζης (καλαμοσάκχαρου), που έχει στροφική ικανότητα θετική, σε γλυκόζη και φρουκτόζη, το μείγμα των οποίων καταλήγει να έχει στροφική ικανότητα αρνητική· παρακολουθώντας την τελευταία αυτή διαδικασία στο πολωσίμετρο παρατηρούμε επομένως μία α. της στροφικής ικανότητας από τιμές θετικές σε τιμές αρνητικές.
Παραδείγματα αναστροφής: το /- χλωροηλεκτρικό οξύ διά υδρόλυσης με υδροξείδιο του καλίου παρέχει οξυοξύ με ανάστροφη στερεοχημική διάταξη.
* * *η (ΜΑ ἀναστροφή) [ἀναστρέφω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναστρέφω2. συναναστροφήνεοελλ.1. γλωσσ. η μεταβολή τής συνηθισμένης σειράς μιας ομάδας λέξεων ή ο αναβιβασμός τού τόνου τών προθέσεων όταν αυτές χωρίζονται και τίθενται μετά από τη λέξη στην οποία ανήκουν η καθεμιά2. ναυτ. ανάπρωρη αλλαγή πορείας πλοίου, κν. βόλτα ή όρτσα λα μπάντα3. (μετεωρ.) η αύξηση τής θερμοκρασίας τού αέρα σε ένα στρώμα τής στρατόσφαιρας αντί τής, υπό κανονικές συνθήκες, ελάττωσής τηςαρχ.1. περιφορά, περιπλάνηση2. επάνοδος3. κατοικία, τόπος διαμονής.
Dictionary of Greek. 2013.